- αποτροφος
- ἀπότροφοςἀπό-τροφος21) воспитанный вне родительского дома Her., Arst.2) перен. обособившийся, уединившийся
(ἀλλήλων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀλλήλων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απότροφος — ἀπότροφος, ον (AM) 1. αυτός που έχει ανατραφεί μακριά από την πατρική εστία 2. ο αποξενωμένος από κάτι … Dictionary of Greek
ἀπότροφος — reared away from home masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροφον — ἀπότροφος reared away from home masc/fem acc sg ἀπότροφος reared away from home neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροφώτερα — ἀπότροφος reared away from home neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόφοις — ἀπότροφος reared away from home masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόφους — ἀπότροφος reared away from home masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροφα — ἀπότροφος reared away from home neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροφοι — ἀπότροφος reared away from home masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)