αποτροφος

αποτροφος
    ἀπότροφος
    ἀπό-τροφος
    2
    1) воспитанный вне родительского дома Her., Arst.
    2) перен. обособившийся, уединившийся
    

(ἀλλήλων Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποτροφος" в других словарях:

  • απότροφος — ἀπότροφος, ον (AM) 1. αυτός που έχει ανατραφεί μακριά από την πατρική εστία 2. ο αποξενωμένος από κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀπότροφος — reared away from home masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότροφον — ἀπότροφος reared away from home masc/fem acc sg ἀπότροφος reared away from home neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροφώτερα — ἀπότροφος reared away from home neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτρόφοις — ἀπότροφος reared away from home masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτρόφους — ἀπότροφος reared away from home masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότροφα — ἀπότροφος reared away from home neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότροφοι — ἀπότροφος reared away from home masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»